Новогреческий словарь
ιεροκήρυκας
ιεροκήρυκας
ο церк.
проповедник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
проповедник
? —
ιεροκήρυκας
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιεροκήρυκας
? — проповедник
#
(ново)греческий словарь
—
ανάρια
—
κορυκεύω
—
χορτάζομαι
—
αποβλακώνω
—
λειτουργικότητα
—
ανασυνιστώ
—
πλάκωμα
—
επιλησμοσύνη
—
γαρμπίλι
—
τουρκοσπορίτης
—
ονομαστί
—
σύστοιχος
—
παρακαμπτήριος
—
δόμηση
—
ακμαίος
—
λυγκιάζομαι
—
χρυσό
—
ευφρόσυνος
—
τέμπλο
—
πρωτοδικείο
—
πηγαινοερχομός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве