|
ο церк. проповедник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проповедник? — ιεροκήρυκας как с (ново)греческого переводится слово ιεροκήρυκας? — проповедник — διαπρέπω — ακρόπολη — ζούρλια — κλεψύδρα — παιδιάστικος — μεγαλόνοια — ακαταδίκαστος — θυρωρός — συριά — ελαιοδεψία — βιοπαλαιστής — αλατουργείο — διάγγελος — ξενόδουλος — χειροδύναμος — αποχρωμάτισμός — επιτελάρχης — εκλέγω — ξοδιάστρα — ξαναγύρισμα — μπουνταλού |
|||