|
~κός анат. бедренный; ~αίον οστούν — бедренная кость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бедренный? — μηριαίος как с (ново)греческого переводится слово μηριαίος? — бедренный — θήρα — καλύπτω — αχάλαστος — περιβολήσιος — οχυρωματικός — αντιμεθαύριο — τριχοφόρος — υψίσυχνος — θαμνοειδής — διαμπερής — χτιστός — στρατολόγος — αυτολοίμωξη — αγγάρεμα — ιουράσιος — εξαφρίζω — κατάπιομα — αδαμαντόδετος — λιθοθρύπτης — δρυοφλοιός — ασιαχτος |
|||