|
(αόρ. αντιπαρέσχον, παθ. αόρ. αντιπαρεσχέθην) давать в ответ на полученное (что-л.), отплачивать (чем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово давать в ответ на полученное? — αντιπαρέχω как на (ново)греческом будет слово отплачивать? — αντιπαρέχω как с (ново)греческого переводится слово αντιπαρέχω? — давать в ответ на полученное, отплачивать — θερμιδομετρία — νεοφύτευτος — σαρώνω — ανάτριχα — αποθετάρι — συναλλαγματικός — υποβιβασμός — ξανοίγομαι — δυναμόμετρο — μεταλαμπαδεύω — διμοιρίτης — ξανανέωμα — καταλληλότητα — αλλιώτικα — σπονδυλωτό — μαστούρης — πέσιμο — οδοδείκτης — φαρφουρί — αποσταμένος — φιλοσοφώ |
|||