σεληνιακός

формы словаβ
σεληνιακός
лунный;
          ο ~ μήνας — лунный месяц;
          τό ~ό έτος (ημερολόγιο) — лунный год (календарь)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лунный? — σεληνιακός
как с (ново)греческого переводится слово σεληνιακός? — лунный


τερματικόηλεκτροθετικόςυψομετρικόςλυσίκομοςμαγειρευτόςμισότυφλοςελλειψόγραφοςξεφορτωτήςωρικόςριζοκόποςαόμματοςμεταλλοχρωμίαβαθμιαίαξυλοποικιλτικήφαλαίνιοσφεντόνασυνεχήςαποστρατεύωμυθολογίααναλλαξιάεκπνευστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit