|
лунный; ο ~ μήνας — лунный месяц; τό ~ό έτος (ημερολόγιο) — лунный год (календарь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лунный? — σεληνιακός как с (ново)греческого переводится слово σεληνιακός? — лунный — τερματικό — ηλεκτροθετικός — υψομετρικός — λυσίκομος — μαγειρευτός — μισότυφλος — ελλειψόγραφος — ξεφορτωτής — ωρικός — ριζοκόπος — αόμματος — μεταλλοχρωμία — βαθμιαία — ξυλοποικιλτική — φαλαίνιο — σφεντόνα — συνεχής — αποστρατεύω — μυθολογία — αναλλαξιά — εκπνευστικός |
|||