|
ο 1) уличка, переулок; 2) дорожка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уличка? — δρομίσκος как на (ново)греческом будет слово переулок? — δρομίσκος как на (ново)греческом будет слово дорожка? — δρομίσκος как с (ново)греческого переводится слово δρομίσκος? — уличка, переулок, дорожка — ψυχοπαραδίνω — στεναχώρια — κοψοχείλης — σείω — Πρωτομαρτιά — δαντέλλα — βρεφοζυγός — καραγκιοζοπαίκτης — ακριδοκτόνος — ταχυδρομικά — καλυτέρευμα — κεροστίλβη — βιαιοπραγία — ανάκτορο — ελαττωματικός — αναπετώ — πατάκια — απαισιοδοξία — υπερηχογράφημα — απευαισθητοποιώ — επιτραπέζιος |
|||