Новогреческий словарь
σκελίδα
σκελίδα
η
долька
(цитрусовых; чеснока)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
долька
? —
σκελίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκελίδα
? — долька
#
(ново)греческий словарь
—
οκταετής
—
πολυτονικός
—
ρούσος
—
αιθρίασμα
—
προπαίδευση
—
βιοτεύω
—
ηλιοτροπισμός
—
ζωϊκότητα
—
οικοπεδοποιούμαι
—
υποστηρίζω
—
ανέγγιχτος
—
χαμόμηλο
—
αφεύγατο
—
ασαράντιγος
—
φελπεδέννος
—
φυσερό
—
ανοργάνωτος
—
απελευθερία
—
ουκρανικά
—
καμπυλόγραμμο
—
επιστήμονας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,