|
(Πηγή) церк. животворная (о богоматери) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово животворная? — Ζωοδόχος как с (ново)греческого переводится слово Ζωοδόχος? — животворная — σκευογωγόν — κερχανάς — μοτοσυκλετιστής — ισραηλίτης — καρμίρα — συγχωροχάρτι — δισυπόστατο — απεργιακός — ασχημάντρας — γαλακτομέτρία — πτυοσκαπάνη — αποπλανητής — αναχορήγηση — κοιμίζω — πρωτόνιο — ξέμακρα — Αγαθόβουλος — σπογγαλιείας — γέμωση — οδοντοτεχνία — πλήμμυρα |
|||