|
ο эл. трансформатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трансформатор? — μετασχηματιστής как с (ново)греческого переводится слово μετασχηματιστής? — трансформатор — πασσατέμπος — πνεύμων — μεταβολίζω — επαγγελματισμός — διαστομωτήριον — συναυξάνω — βαριοκαρδίζω — ευδόκηση — επακολούθημα — εξαχρειωτικός — επισκευασμένος — άνοστα — θερμαντικό — παλτουδάκι — λαμέ — καπνοκαλλιέργεια — αμπελοστάφυλο — σοκακιάρης — μικροεμπορευματική — βουτυρώδης — ξεκάκιωμα |
|||