|
ο мин. оолит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оолит? — ωόλιθος как с (ново)греческого переводится слово ωόλιθος? — оолит — ακρότητα — πλήρωμα — κατουρλού — αρράϊστος — ανυφαντού — ηλεκτρογόνος — ταιριαχτός — αξανά — λεβέντικα — ανθόνερο — νάρδον — χαμοκλαδάκιας — πολυγυνία — ξύπνισμα — πήρωση — ροφητός — σκαλιστήρι — περόνι — αδήριτος — ζιγκολέτα — ποικιλόχρωση |
|||