|
ο монашество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монашество? — μοναχισμός как с (ново)греческого переводится слово μοναχισμός? — монашество — εσχαρώνω — χαραγμένος — ανασταλτός — νεοφυής — δαφνίδα — δημόσιονόμος — μακροσκελίζω — νυχτιά — σκαταδίωκτος — αλληλόφιλος — αποχωρητήριο — τετράδα — αλογήσιος — ετοιμάζομαι — δραπέτευση — κτηματογράφηση — μπάσκετ-μπώλ — πανέρημος — πλοηγίς — καμακίζω — φορόσημο |
|||