μοναχισμός

формы словаβ
μοναχισμός
ο монашество



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово монашество? — μοναχισμός
как с (ново)греческого переводится слово μοναχισμός? — монашество


εσχαρώνωχαραγμένοςανασταλτόςνεοφυήςδαφνίδαδημόσιονόμοςμακροσκελίζωνυχτιάσκαταδίωκτοςαλληλόφιλοςαποχωρητήριοτετράδααλογήσιοςετοιμάζομαιδραπέτευσηκτηματογράφησημπάσκετ-μπώλπανέρημοςπλοηγίςκαμακίζωφορόσημο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit