|
η стилистика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стилистика? — στυλιστική как с (ново)греческого переводится слово στυλιστική? — стилистика — κουμουδί — κονσερβοποιός — Γερμανός — ησκιάζω — παραξήγηση — βαθύδενδρος — ελατάκι — κουρευτικός — ανεπίτακτος — οκνός — καμπανάκι — καμπυλόγραμμο — κανναβένιος — ψυχορραγώ — εμπειρισμός — πανδημικός — αναβολισμός — διασπαθισμός — γλυκοχάραγμα — γόπα — γραβιά |
|||