|
το моток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моток? — σύστρεμμα как с (ново)греческого переводится слово σύστρεμμα? — моток — παντρολογήματα — εμμανώς — φαινομενικότητα — μάδηση — ενέλιξη — ξαναγαπίζω — αντρογυνοχωρίστρια — αλοιδόρητος — δίβουλος — κατάργηση — ανεψίδι — Ιλλυρία — λαμαρίνα — αποθηλασμός — αφρόντιδα — αποφόρτωση — ανθρωποειδής — βιολιτζού — ακιδωτά — φτυαρίζω — εκκενωτικός |
|||