|
ранний, скороспелый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ранний? — πρωτόλουβος как на (ново)греческом будет слово скороспелый? — πρωτόλουβος как с (ново)греческого переводится слово πρωτόλουβος? — ранний, скороспелый — λάντζα — αναστήνω — ανάφαγος — αλμευτής — μελώνω — υπηρέτρια — αριφνημός — ροζιάρης — έμπορας — όσος — διάγγι — απορριμματοφόρο — εξαίφνης — γιατροκομω — παραλλαγμένος — αρθριτικός — διγένεια — μητρίτιδα — αμυλίνη — ήλωση — κεντίζω |
|||