|
το тех. стопор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стопор? — επίσχεστρον как с (ново)греческого переводится слово επίσχεστρον? — стопор — υπερθέρμανση — μετεωρίτικος — λάμπα — μοσκομολόχα — οχιά — γλυκύς — ναύσταθμος — φοβητσιάρικος — εμβρέχω — επτακόσιοι — μασκαρεμένος — σουηδέζικος — ξεχειμώνιασμα — ολέτης — απηυθυσμένο — σχίσμα — φωτιά — πινελλάρισμα — κηλίδωση — πορθμείο — λιμνοδίαιτος |
|||