|
1) неубаюканный; 2) не поддающийся убаюкиванию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неубаюканный? — αβαυκάλιστος как на (ново)греческом будет слово не поддающийся убаюкиванию? — αβαυκάλιστος как с (ново)греческого переводится слово αβαυκάλιστος? — неубаюканный, не поддающийся убаюкиванию — αιμοφιλία — ίχνος — αναμνηστικό — αιματίσιος — καλομάθητος — αμφισβητητικός — διακλήρωση — ευθύγραμμος — σαπωνικός — πληροφορημένος — αυτόφοτος — σημείον — ξώστεγο — ζορμπαλής — λιθογράφημα — λαουτζίκος — σκάπτω — διαπηγνύω — γιατρός — χλιαίνω — ξεκουμπώνω |
|||