|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκληρίζω? — — μεσουρανώ — τεντωτήρας — δεντρομολόχα — μπορντό — παχύτης — αγριοτριαντάφυλλο — ροχαλίζω — γεροξούρας — καταποδιαστός — αγριομούρης — κινηματογραφικός — σπάταλα — γεννοβόλι — πολυβολητής — ωφελιμιστικός — λογείον — λακωνισμός — ενδοιασμός — καλτσούλα — ογκόπαγος — εντράτα |
|||