|
το пикет (карточная игра) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикет? — πικέττο как с (ново)греческого переводится слово πικέττο? — пикет — στοιχειοχυτικός — άνθινος — αδερφοσκοτωμός — ψήσιμο — ατσάκιστος — σκεπαστικός — άχρηστος — μελιτοκοκκίαση — πολύβιος — απεργοσπάστρια — αποχαιρετιέμαι — ορχηστική — ορεινός — γλυκανοστιά — νότζικα — μεγαλύνω — αληθολάτρης — Λεττονός — βασεδώφειος — ευδιάκριτος — πολυτεχνιούπολη |
|||