οστεοπόρωση

формы словаβ
οστεοπόρωση



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово οστεοπόρωση? —


βλαβερώςπύργοςκατάβασηβιδιάζωαναβροχιάΦ;φκοιμίζωγραπτάφαινομενικόςοργανώσιμοςλιλάαφουγκράστραπρογυμνάστριαμπούαςξεκακίζωμεταλλισμόςΤσεχοσλοβάκοςφτυαρίζωανώριμοςφοβέραζερκός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit