|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οστεοπόρωση? — — βλαβερώς — πύργος — κατάβαση — βιδιάζω — αναβροχιά — Φ;φ — κοιμίζω — γραπτά — φαινομενικός — οργανώσιμος — λιλά — αφουγκράστρα — προγυμνάστρια — μπούας — ξεκακίζω — μεταλλισμός — Τσεχοσλοβάκος — φτυαρίζω — ανώριμος — φοβέρα — ζερκός |
|||