|
: ως έοικε — по-видимому, по всей вероятности #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έοικα? — — άγγελος — γνέφι — χιλιοστό — βιοψία — γεροντοποιός — θειαφίζω — ξανθόμαλλο — δασάκι — αναδιαρθροκικός — παλινωδώ — ξεροψήσιμο — προσπέρασμα — ομοκεντρικότητα — ακαθέλκυστος — αγειτόνευτος — βοτανολογάω — περιβολήσιος — μπουγιουρντί — Αυστραλή — πασσάλωσις — κληρονομικά |
|||