|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόστηλο? — — γουβίτσα — γέλοιο — ξεκαλουπώνω — αμφορίσκος — εξοπλιστής — αποκοίμημα — αθάρρευτος — πείραγμα — ημιμαθής — μερκατορικός — γλυκοκουβέντο — μπακαλόχαρτο — αργατινό — πνευματισμός — παιδεραστία — υπερκαλύπτω — πρωτογενής — θρησκειολογία — ενδότατα — πασσαλόπηκτος — μακροδάκτυλος |
|||