|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποδυναμωτικός? — — τσίριγμα — γκαντέμισσα — επίμαχα — εργαλειοστάσιο — Ολύμπια — επώδυνος — δενδρόκηπος — χαρτζιλικάκι — λουμπάρδα — βασιβουζουκισμός — πατρογονικά — καπνιά — ημιαποικιακός — παραχορταίνω — προσμανθάνω — εξηγηματικός — αναμιγνύομαι — αεριστήριος — δεσποτικό — μηρυκαστικό — γραφίδα |
|||