|
ο макиавеллизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово макиавеллизм? — μακιαβελλισμός как с (ново)греческого переводится слово μακιαβελλισμός? — макиавеллизм — διαβολομπαντιέρα — αθάνατο — εξαμηνία — αρνησικυρία — παλιώνω — πλήρωμα — ξεχορτάριασμα — αναβληθείς — θρυπτικός — αποκεφαλίζω — εντεροτομία — υποβοηθός — βηματισμός — νομαρχία — διαπληκτίζομαι — σιώπηση — χωρητικότητα — αδράχνω — βενζόλιο — ισχυρός — πραγματοποιημένος |
|||