|
το льняное полотно; φορώ ~ά — носить полотняную одежду #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово льняное полотно? — λινό как с (ново)греческого переводится слово λινό? — льняное полотно — αρχιεπισκοπεία — αρτηρίτις — αμμοχαλικοστρωμένος — απευαισθητοποιούμαι — μεταβολικός — στηθοπάνι — σισύρα — χασούρα — ρουσφετολογία — ισόχωρος — ζεστό — δεκαημερία — εκπόμπβυση — χειρολάβος — σπαθόλαμα — μποϋκοτάρω — εξάστηλος — διπλιάζω — τρισμύριοι — δανεισμός — άναιμος |
|||