|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φουσκωτό? — — μίγμα — αποκαθιστώ — γένι — αυξομειούμαι — ελλείπω — μεθοκόπημα — χαλκοπλαστικός — εναρμόνισις — βουρδουλακιάζω — άφωνος — λιθοθραύστης — ντεπόζιτο — απαρέμφατος — κουκουναριά — αιγαιοπελαγικός — ημιεπίσημος — καταξοδιάζω — εξαίρετος — αλειμματιάρης — ξυλοκοπανίζω — αναξιόπιστος |
|||