|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανοειδής? — — τρισχιδής — σπυριάζω — τζάνεμ — περσικά — υποβολείο — φυλλομετρητής — απάντρευτος — κοινωνιόλεκτος — τηλεκατευθυνόμενος — λιμεναρχείο — αποθαρρώ — μεθοδολογία — πρωτεϊκός — συγκρουστήρας — σπαστικός — παραβολικός — αναφωτίδα — καλλίγραμμος — καταϋποχρεώνω — ανήκεστος — οκταπύρηνος |
|||