|
το мешок; μέ τό ~ — мешками #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мешок? — τσουβάλι как с (ново)греческого переводится слово τσουβάλι? — мешок — ωολεύκωμα — σπάραγμός — αγροτόπαιδο — απροστάτευτος — προβιβασμός — ξεχερσωμένος — εγγυητικός — λαμνοκόπι — κάλαμος — εποικιστικός — κοιτάζω — προσεγγιστικός — αντιστάθμισμα — αμυντικότητα — συγκληρονομία — καμηλιέρης — σφυροκόπηση — ισχνοφωνία — ιππεύω — αναθορυβώ — εξαχρειωτικός |
|||