|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κηρίο? — — δεκαοχτάχρονος — άβροχος — μελλοντικός — μπάζα — καρδιά — δρωπικιάρης — αδιέξοδο — κάδρο — προικοσύμφωνο — συννεφιά — βούτας — Α — αποκαμωμός — αποκόμιση — μεταμφίεση — ψυχοπλακώνομαι — δυσμίμητος — εμφύτευμα — παντελόνι — υδρολήπτης — διαθρύληση |
|||