|
сидеть на корточках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сидеть на корточках? — ανακουρκουδίζω как с (ново)греческого переводится слово ανακουρκουδίζω? — сидеть на корточках — παραμαζώνω — διαφεγγής — αιλουροειδής — ασυνάρτητα — αλεύρι — γρέτσος — ξιφοδιδάσκαλος — ορθογραφικός — μελισσάκι — στομάχιασμα — πυραυλiκός — νύ — εντομοφάγος — αλεποπούρδι — αλφαδολάστιχο — ισόμετρος — φουσάτο — κατάπτυστος — αδιάσωστος — σιγκούνο — παστερίωση |
|||