ταπητουργός

формы словаβ
ταπητουργός
ο ковровщик



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ковровщик? — ταπητουργός
как с (ново)греческого переводится слово ταπητουργός? — ковровщик


βασικόεφημεριδάκιχαλκοπώληςεναγκαλισμόςαποθηκοφύλαξπροληπτικόςκαλομιλώπτεροφυίαυπομισθωτήςτέρπωβδομαδιάτικοερωτομανήςαταπείνωτοςγιουβέτσιαποθαμένοςοδοντοτεχνίτηςαχνοβολήεπισκοτισμόςεπιθηλιακόςδενδροτόμοςεπιφυσίτις




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit