|
ο ковровщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ковровщик? — ταπητουργός как с (ново)греческого переводится слово ταπητουργός? — ковровщик — βασικό — εφημεριδάκι — χαλκοπώλης — εναγκαλισμός — αποθηκοφύλαξ — προληπτικός — καλομιλώ — πτεροφυία — υπομισθωτής — τέρπω — βδομαδιάτικο — ερωτομανής — αταπείνωτος — γιουβέτσι — αποθαμένος — οδοντοτεχνίτης — αχνοβολή — επισκοτισμός — επιθηλιακός — δενδροτόμος — επιφυσίτις |
|||