|
τα остальное; κατά τά ~ — в остальном, что же касается остального; κι' ~ — ещё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остальное? — άλλα как с (ново)греческого переводится слово άλλα? — остальное — βουτσί — κατάμουτρα — βαλσαμωτής — κήδομαι — δοκαρωσιά — γκαντέμισσα — ξέσκεπος — διακόνεμα — αρχαγγελικός — εξασθένωση — κάλτσα — γρηά — συνοριοφύλακας — αληθολογία — τακτικά — δόκτορας — προσκοπικός — στολοδρομία — ιεραπόστολος — στυγνότητα — αναζωπύρωση |
|||