|
το почта; στρατιωτικό ~ — полевая почта; μοιράζω τό ~ — разносить почту #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово почта? — ταχυδρομείο как с (ново)греческого переводится слово ταχυδρομείο? — почта — κουκκιδίτσα — κάνουλα — άχνα — χαραμοφάγος — στρυμωξιά — ισλαμικός — ψευδαργυρικός — κατώφλιον — εξανδραπόδιση — τσαρικός — κορίτσι — οπισθοβασία — ανευχάριστος — βυζί — εικοσιτετράωρος — προγνωστικό — λαχανόρυζο — πανηγυριώτικος — ερμαφροδισία — σανιδώνω — εξόρκιση |
|||