ταχυδρομείο

формы словаβ
ταχυδρομείο
το почта;
          στρατιωτικό ~ — полевая почта;
          μοιράζω τό ~ — разносить почту



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово почта? — ταχυδρομείο
как с (ново)греческого переводится слово ταχυδρομείο? — почта


κουκκιδίτσακάνουλαάχναχαραμοφάγοςστρυμωξιάισλαμικόςψευδαργυρικόςκατώφλιονεξανδραπόδισητσαρικόςκορίτσιοπισθοβασίαανευχάριστοςβυζίεικοσιτετράωροςπρογνωστικόλαχανόρυζοπανηγυριώτικοςερμαφροδισίασανιδώνωεξόρκιση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit