|
мучиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучиться? — τυραννιέμαι как с (ново)греческого переводится слово τυραννιέμαι? — мучиться — γουρμαθιά — συμφοιτώ — επισκοπικός — διωρία — εναργέστερα — ψαλτός — εγκάτοικος — κρέμ — συγκρατιέμαι — Γάλλος — Ίωνας — αρριβίστρια — αλευροειδής — καθυποχρεώνω — επίξηρος — ασβεστάδικο — αρπαξιά — δραματικός — λυκάνθρωπος — αυτοκρατόρισσα — αιωνόβιος |
|||