|
выделанный (об овчине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выделанный? — γναφτός как с (ново)греческого переводится слово γναφτός? — выделанный — άθικτος — μεθήσι — βαθύγνωμος — προφυλάκιση — Αγγλικανός — αόμματος — πυρά — μακροζωία — φράτρα — αργοκούνητος — τρευλό — σανοπωλείο — κοντόμαλλο — δογματισμός — εκκαμινευτής — ζερβόδεξα — απεικόνισμα — διαφυλάττω — πιτσιλίζω — επίσης — αφορισμένος |
|||