Новогреческий словарь
θήλεια
θήλεια
η 1)
самка
;
2)
женщина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самка
? —
θήλεια
как на
(ново)греческом
будет слово
женщина
? —
θήλεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
θήλεια
? — самка, женщина
#
(ново)греческий словарь
—
άσθμα
—
αλωπεκισμός
—
γερακότσιχλα
—
μπεμπές
—
αργιλωρυχείο
—
ακρουστάλλιαστος
—
δαψίλεια
—
αιμολυτικός
—
αλαναρία
—
ψυχοπνευματικά
—
αδιαπέραστος
—
μηχανισμός
—
μειονεκτικός
—
αλατογόνος
—
αισχρόλογο
—
φώκαινα
—
φυλλομετρητής
—
λουμπαρδιάρης
—
αμβλύνοια
—
κολοβός
—
δολοφόνισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве