|
η витамин; εμπλουτισμένος μέ ~ — витаминизированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово витамин? — βιταμίνη как с (ново)греческого переводится слово βιταμίνη? — витамин — ξεμυστήρεμα — χρύσωση — αρχείο — πολωνός — ξαναδιαβάζω — σοδειά — σκασιματιά — ξεβράζω — αναλαβαίνω — ακράδαντα — ψαριανός — ηξεύρω — φαφουτιαίνω — παραφιλολογία — συναγείρω — αθέμελος — αεροπόρος — εκλαμβάνω — αποστειρωτήρας — υπομονεύω — μολυβιά |
|||