|
η прям., перен. иезуит, иезуитка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иезуит? — ιησουίτισσα как на (ново)греческом будет слово иезуитка? — ιησουίτισσα как с (ново)греческого переводится слово ιησουίτισσα? — иезуит, иезуитка — κομουνιστικός — βρονταλίδι — μεγαλοκαμωμένος — αθέμελος — χαλκωματάς — πρόσχαρης — ματσαραγκιά — δευτεροτρόπιδα — ανεμοστρόβιλας — μαστόρισσα — εκβληστάνω — λιθόσφαιρα — γαντζωτός — ξέφραγος — πυρηνόλαδο — μπουζού — κεραμείον — προλεταριακός — ευρετικός — χηνοτροφείο — μήλωση |
|||