|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χονδρεμπόριο? — — κράση — κουφοθάλασσα — οικονομικά — αντικειμενισμός — τοματοσαλάτα — γκερδέλι — εκπατρίζομαι — κατενθουσιασμένος — κίτριον — διορία — στούμπος — επισκοπή — συνωμότις — απασσάλειφτος — αυτεπαινούμαι — ενσωματωμένος — Βενετία — αλέστα — μωρούλι — πατατοκεφτές — οινοπώλις |
|||