|
η мед. дальнозоркость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дальнозоркость? — πρεσβυωπία как с (ново)греческого переводится слово πρεσβυωπία? — дальнозоркость — διαπορούμαι — χυνόπωρο — κοινόλεκτος — κλινήρης — μπαστουνόβλαχος — λεξιθηρώ — ταμπλώ — μαμουρεύω — ακροβατικός — καρδιοτονωτικός — διαφόρησις — σιδεροδεσία — ξάκρισμα — γλυκαίνω — μακρόθεν — ξεφορμάρω — βεζιράτο — ανοικονόμητος — αγενής — κοντορεβιθούλης — περδίκι |
|||