|
το бодрствование; στόν ύπνο ή στό ξύπνο — во сне или наяву #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бодрствование? — ξύπνο как с (ново)греческого переводится слово ξύπνο? — бодрствование — ακαταπάτητος — δηλοποιώ — αγγελοπετριά — χωνάκι — συγκρητισμός — ατυλιγάδιστος — διατράνωσις — αργιλωρυχείο — ματοκυλισιά — ορκίζομαι — αυτόνομον — βεβαίως — ξέσκεπος — ελεφάντινος — ξεπροβόδημα — παραμέσα — νήτικο — μπαρούτη — ρεφούλι — φιλενάδα — μυλοδεξαμενή |
|||