|
η 1) кожа (выделанная); 2) пергамент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожа? — διφθέρο как на (ново)греческом будет слово пергамент? — διφθέρο как с (ново)греческого переводится слово διφθέρο? — кожа, пергамент — βιοαποικοδομήσιμος — κατατόπι — ρόχθος — ξέγνοιαστα — εξώθηση — πολεοδομική — αποκρυσταλλοποίηση — λυρισμός — ωόγολα — ναυτικό — θαρραλεότητα — αγνωμος — παλινδρομικώς — διαγρυπνώ — φημισμένος — κλωνιάζω — ακάτιον — γκρό — πενθώ — απάλωνο — ανισομεγέθης |
|||