Новогреческий словарь
διφθέρο
διφθέρο
η 1)
кожа
(выделанная);
2)
пергамент
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кожа
? —
διφθέρο
как на
(ново)греческом
будет слово
пергамент
? —
διφθέρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
διφθέρο
? — кожа, пергамент
#
(ново)греческий словарь
—
βρογχοκήλη
—
ήλιον
—
θηλάζω
—
ασπάλακας
—
τυροπώλης
—
τσιμπίδι
—
εξουθένωση
—
γουναράδικο
—
κρίμα
—
διακοινώσιμος
—
διπλώνω
—
στειρότητα
—
τρίκωχος
—
ιχνηλατώ
—
λεμονόστυμμα
—
κουσκουσουρίσσα
—
αλτήρας
—
οικονόμος
—
αναμηρυκαστικός
—
γοερός
—
ανασυγκροτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,