|
незаконно присваивать чужое имущество #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаконно присваивать чужое имущество? — νοσφίζομαι как с (ново)греческого переводится слово νοσφίζομαι? — незаконно присваивать чужое имущество — αποθερισμός — αναλώνομαι — επαιτικός — αρσάκειον — ιδιάζων — ανιχνευτικός — καταφρόνια — αρωμουνικός — διεκπνοή — εκπωμάτιση — ντοματόζουμο — σερσέμης — Μαργαρίτα — αναρρίπιση — μεμβράνα — Ρώσα — σάλπιγγα — αιμοπορφυρίνη — σπιρτόζος — χειρομαντεία — αντιλαλιά |
|||