|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άοικος? — — μπανιστηρτζής — ακούρευτος — μαθαίνω — ισορροπία — μολυντικός — σεβιότ — πετραδερός — προσαρμογή — συμφωνόληκτος — αψεγάδιαστος — κολατσιό — ορμέμφυτος — υλοζωία — οξέωση — σκατόψυχος — ανθρωποθάλασσα — σωσμός — διαριθμώ — απολυταρχία — κολοκυθόσπορο — ροσόλι |
|||