|
η мед. остит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остит? — οστίτιδα как с (ново)греческого переводится слово οστίτιδα? — остит — λογοκόπος — λοβός — υποτιμώ — αναφομοίωτος — αμμέ — σύναπαντιέμαι — οξυϋδρογόνο — μουφτής — πνιγμένος — αθλοπαιδιά — ικανοποιούμαι — ακμάζω — ευμετάβολο — επιβοήθεια — προπληρωτέος — πλατυποδία — συγκατατάσσω — μισθοσυντήρητος — λειπανάβατος — παλληκαρωσύνη — ποδηλατάδικο |
|||