|
η грам. конечный, последний слог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конечный? — λήγουσα как на (ново)греческом будет слово последний слог? — λήγουσα как с (ново)греческого переводится слово λήγουσα? — конечный, последний слог — γλυκόνειρεύομαι — δασκαλοσύνη — ωχρίαση — παράλλαγμα — αποκρυφιολογία — αντιδωρεά — οικειοποίηση — πειθήνια — αντέχομαι — αρμέγκα — πετεινάρι — δείκτης — φίλανδρος — εγκαρτερησία — αρχιεπιστάτης — εξοντωτικός — βισινύς — ηπατεκτομή — καφέ-σαντάν — κοντό — αβραμηλιά |
|||