Новогреческий словарь
τροχίσκος
τροχίσκ|ος
ο 1)
колесико
;
2) фарм.
пилюля
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колесико
? —
τροχίσκος
как на
(ново)греческом
будет слово
пилюля
? —
τροχίσκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τροχίσκος
? — колесико, пилюля
#
(ново)греческий словарь
—
εξολκεύς
—
ξεκατσιάζω
—
βεργασούρα
—
ανθένιος
—
άκεφος
—
ψησταριά
—
διαμορφωτήρας
—
αλαφρογέρνω
—
εξοφλητήριο
—
οριστικός
—
ανίζησις
—
υστερογενής
—
έχθρα
—
πιτσουνάκι
—
τσουτσέκι
—
σπίζα
—
εφεσείων
—
χασαπόχαρτο
—
αμφιταλάντευση
—
Δαίδαλος
—
εθελοδουλεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,