|
относящийся к автономии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к автономии? — αυτονομικός как с (ново)греческого переводится слово αυτονομικός? — относящийся к автономии — λιγούρι — κλέφτης — δαιμόνιος — δικτάτορας — επιδέξιος — διάθυρο — εύρετρα — αζωία — ακτινικός — πραγματικά — ωμορφιά — ξινολάπατο — λωποδυτάκος — εφτά — αγειτόνευτος — αρκούν — ψευδογνώμων — ξυσμάρα — αραξοβολώ — δίπλα — τρισεκατομμύριο |
|||