|
двухжелтковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухжелтковый? — δίκορκος как с (ново)греческого переводится слово δίκορκος? — двухжелтковый — αρτυμένος — ξόανο — χονδρόκολλα — μνημείο — βιοδιασπώμενος — αδικοπλούτισμα — λαθραναγνώστης — σιτάρι — χρωματοποιείο — συμβίβαση — κωμωδία — άμαχος — αχυβάδα — υποθρεψίο — θεραπευτική — πρωτομιλώ — Κολωνάκι — σάξιμο — απαιτούμαι — σακχάρινος — γεβέντισμα |
|||