|
αόρ. от σιχαίνουμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εσιχάθην? — — καντιλοσβήστρα — χειροτερεύμα — χεριά — ανεφοδιάζω — λοξοβλέπω — χρυσόφτερος — διακινώ — πειράζομαι — ασβολώνω — λιθοπελεκητής — καταβολισμός — παραλογιέμαι — τετραγωνικός — νευρών — τάνυση — ζούρλια — καταγραφεύς — κοιμίσης — ενωμοτία — γρέντζος — κολλητηρτζής |
|||