|
το магазин по продаже сена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магазин по продаже сена? — σανοπωλείο как с (ново)греческого переводится слово σανοπωλείο? — магазин по продаже сена — εξυπνητήρι — πυροτεχνική — καρδάρι — μετανοιωμός — ηλεκτροβιογένεση — σωβινιστικός — αλυσοδέσμιος — ρυπαίνω — κοπέλλι — αυτοχειριασμός — αναρμάτωτος — προσφιλής — μιμηλή — σάλα — φρακτός — φρύγω — κοίλιασμα — οργανωτής — πλανητάριο — υαλουργικός — αβέρτος |
|||