|
(-ορός) ο 1) с.-х. производитель, самец; 2) перен. узурпатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово производитель? — επιβήτωρας как на (ново)греческом будет слово самец? — επιβήτωρας как на (ново)греческом будет слово узурпатор? — επιβήτωρας как с (ново)греческого переводится слово επιβήτωρας? — производитель, самец, узурпатор — εργατα — καθοδοφωταύγεια — πλιατσικολόγημα — νεφραλγία — ραδιοσταθμός — ηττοπάθεια — ωσάν — ανάσασμα — κανναβόσπορος — σχωρεμένος — πρασινούλης — καταδέχομαι — στροβίλισμός — ανομολόγητος — λιβάνι — ενθέτω — αντισπασμωδικός — σύμφωνο — δεξιοτέχνις — ηδονιστικός — ανακατανομή |
|||